- αποδελτιώνω
- [δελτίο]κάνω αποδελτίωση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αποδελτιώνω — αποδελτιώνω, αποδελτίωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αποδελτιώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος, γράφω σε μικρά δελτία κάθε σχετικό με ορισμένο θέμα, για να το χρησιμοποιήσω αργότερα: Άρχισα να αποδελτιώνω ορισμένα βιβλία σχετικά με το θέμα που θα πραγματευτώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δελτιώ — και δελτιώνω [δελτίο (ν)] αποδελτιώνω … Dictionary of Greek